-
1 ίσος
η, ο[ν] см. ίσιος;ίσος δρόμος — прямая дорога;
ίσα δικαιώματα равные права;οι πολίτες είναι ίσοι προ τού νόμου граждане равны перед законом:θεωρούμαι ίσος — равняться, уравниваться (с кем-чем-л.);
είμαι ίσος με κάποιον — быть равным кому-л.;
φέρομαι σαν ίσος προς ίσον — относиться как к равному;
§ ανταποδίδω τα ίσα мстить, отплачивать тем же;είναι ίσο мат. равно, равняется; εξ ίσου поровну; όλοι πήραν εξ ίσου все получили поровну; με ίσους όρους на равных основаниях
См. также в других словарях:
μαγκοφέρνω — φέρομαι σαν μάγκας, έχω μάγκικα φερσίματα … Dictionary of Greek
παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… … Dictionary of Greek
πιθηκίζω — ΝΜΑ [πίθηκος] φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους νεοελλ. μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον,… … Dictionary of Greek
επινεανικεύομαι — ἐπινεανικεύομαι, (Α) 1. φέρομαι σαν νέος, δείχνω νεανική ζωτικότητα 2. φέρομαι υπεροπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεακικ εύομαι (< νεανικός)] … Dictionary of Greek
δεσποτοφέρνω — (για κατώτερους κληρικούς) φέρομαι σαν δεσπότης, καμαρώνω σαν να ήμουν δεσπότης … Dictionary of Greek
κασαλβάζω — (Α) 1. φέρομαι σαν πόρνη 2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. άζω (πρβλ. στεγ άζω, τυρβ άζω)] … Dictionary of Greek
αγαθοφέρνω — φαίνομαι ανόητος, ή φέρομαι σαν ανόητος, κουτοφέρνω … Dictionary of Greek
αθηναΐζω — (I) ἀθηναΐζω (Μ) [Ἀθῆναι] σκέπτομαι ή φέρομαι σαν Αθηναίος. (II) ἀθηναΐζω (Μ) [Ἀθηνᾶ] είμαι σοφός όπως η Αθηνά … Dictionary of Greek
ανθρωποβορώ — ἀνθρωποβορῶ έω (AM) είμαι ανθρωποφάγος, φέρομαι σαν κανίβαλος … Dictionary of Greek
θηλυδριώ — θηλυδριῶ, άω (Α) [θηλυδρίας] φέρομαι σαν θηλυδρίας, έχω συμπεριφορά θηλυπρεπούς … Dictionary of Greek
θηλυκεύομαι — (Α) [θηλυκός] φέρομαι σαν γυναίκα … Dictionary of Greek